- χαραγμένος
- траcиран
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
έγγλυφος — η, ο (AM ἔγγλυφος, ον) χαραγμένος μέσα σε κάτι (σε αντίθεση με τον ανάγλυφο) … Dictionary of Greek
έγκοπτος — ἔγκοπτος, ον (AM) (Μ και ἐγκοφτὸς και ἐγκοφθός, ή, όν) χαραγμένος, σκαλιστός … Dictionary of Greek
ακιδογραφικός — ή, ό [ακιδογράφος] ο χαραγμένος με ακίδα (σε αρχαίο μνημείο) … Dictionary of Greek
αμυχής — ές [ἀμύσσω] (για επιφάνειες) χαραγμένος, γρατσουνισμένος … Dictionary of Greek
διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ελικοφόρος — ο (Μ ἑλικοφόρος, ον) νεοελλ. 1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες 2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο πλοίο που κινείται με έλικες 3. χαραγμένος με έλικες μσν. (για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες … Dictionary of Greek
θεοχάρακτος — η, ο (AM θεοχάρακτος, ον) ο χαραγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α παρα χάρακτος, εν χάρακτος] … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κολαπτός — ή, ό (AM κολαπτός, ή, όν) [κολάπτω] αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος αρχ. φρ. «κολαπτὸν γράμμα» η επιγραφή … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek